πηλεφάνης

πηλεφάνης
-ες, Α
(αιολ. τ.) βλ. τηλεφανής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τηλεφανής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Έλληνας γλύπτης και χαλκογράφος από τη Φώκαια της Μικράς Ασίας, που έζησε από τα τέλη του 6ου έως τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του το πέρασε στα Σούσα, στην αυλή του Δαρείου και του Ξέρξη, και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”